οριακός

οριακός
-ή, -ό [όριο]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, στα σύνορα, ο συνοριακός
2. μτφ. κρίσιμος
3. φρ. α) «οριακή ταχύτητα»
φυσ. η σταθερή ταχύτητα την οποία αποκτά ένα σώμα όταν εκτελεί ελεύθερη πτώση μέσα σε ένα ρευστό
β) «οριακό στρώμα»
φυσ. το λεπτό στρώμα ενός ρέοντος αερίου ή υγρού το οποίο βρίσκεται σε επαφή με μία στερεά επιφάνεια, όπως είναι λ.χ., η πτέρυγα ενός αεροπλάνου ή το εσωτερικό τοίχωμα ενός σωλήνα
γ) «οριακή χρησιμότητα»
(οικον.) η χρησιμότητα, η ωφέλεια που έχει για έναν καταναλωτή η τελευταία διαθέσιμη μονάδα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας που έχει αγοράσει
δ) «οριακή πλειοψηφία» — πλειοψηφία εξαιρετικά ασθενής, με μία ή πολύ λίγες ψήφους πάνω από το όριο που προβλέπουν σε κάθε περίπτωση οι κανονισμοί
ε) «οριακή ανάλυση» — σύγχρονη μέθοδος οικονομικής έρευνας με βάση την αρχή ότι η αξία τών αγαθών δεν εξαρτάται από την ποσότητα τής ενσωματωμένης σ' αυτά εργασίας, αλλά από την χρησιμότητα τής τελευταίας διαθέσιμης μονάδας αυτών τών αγαθών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, τα σύνορα: Οριακή γραμμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οριακός κύκλος — Ο όρος δημιουργήθηκε από τον Ν. Λομπατσέφσκι στην ομώνυμή του (μη ευκλείδεια) γεωμετρία. Στο ευκλείδιο επίπεδο κάθε ορθογώνια τροχιά μιας δέσμης ευθειών με κέντρο ένα σημείο Ο είναι περιφέρεια κύκλου. Αν η δέσμη είναι παράλληλη, τότε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… …   Dictionary of Greek

  • ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… …   Dictionary of Greek

  • φίνα — (I) Ν επίρρ. βλ. φίνος. (II) ἡ, Μ καθεμιά από τις δύο σειρές σκοπών που τοποθετούσαν γύρω από την βασιλική κοόρτη στα στρατόπεδα τών Βυζαντινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχετίζεται πιθ. με το λατ. finis, is «όριο, όρος» (πρβλ. και τον λατ. τ. finalis… …   Dictionary of Greek

  • χρησιμότητα — η / χρησιμότης, ητος, ΝΜΑ [χρήσιμος] η ιδιότητα τού χρήσιμου, τού ωφέλιμου νεοελλ. φρ. α) «χρησιμότητα και αξία» (οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες τού ανθρώπου β) «οριακή χρησιμότητα». βλ. οριακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”