- οριακός
- -ή, -ό [όριο]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, στα σύνορα, ο συνοριακός2. μτφ. κρίσιμος3. φρ. α) «οριακή ταχύτητα»φυσ. η σταθερή ταχύτητα την οποία αποκτά ένα σώμα όταν εκτελεί ελεύθερη πτώση μέσα σε ένα ρευστόβ) «οριακό στρώμα»φυσ. το λεπτό στρώμα ενός ρέοντος αερίου ή υγρού το οποίο βρίσκεται σε επαφή με μία στερεά επιφάνεια, όπως είναι λ.χ., η πτέρυγα ενός αεροπλάνου ή το εσωτερικό τοίχωμα ενός σωλήναγ) «οριακή χρησιμότητα»(οικον.) η χρησιμότητα, η ωφέλεια που έχει για έναν καταναλωτή η τελευταία διαθέσιμη μονάδα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας που έχει αγοράσειδ) «οριακή πλειοψηφία» — πλειοψηφία εξαιρετικά ασθενής, με μία ή πολύ λίγες ψήφους πάνω από το όριο που προβλέπουν σε κάθε περίπτωση οι κανονισμοίε) «οριακή ανάλυση» — σύγχρονη μέθοδος οικονομικής έρευνας με βάση την αρχή ότι η αξία τών αγαθών δεν εξαρτάται από την ποσότητα τής ενσωματωμένης σ' αυτά εργασίας, αλλά από την χρησιμότητα τής τελευταίας διαθέσιμης μονάδας αυτών τών αγαθών.
Dictionary of Greek. 2013.